- κοσυβάτας
- κοσυβάτας, ὁ,A sacrificer, Supp.Epigr.1.414.10 (Gortyn, v/iv B. C.); cf. κόσβατοι (sic, post κοστίας) · οἱ ἐπὶ θυσιῶν τεταγμένοι, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κοσυβάτας — κοσυβάτας, ὁ (Α) θύτης, ο ιερέας που τελούσε τη θυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τη λ. κοσύμβη] … Dictionary of Greek